- προβροτος
- πρόβροτοςπρό-βροτοςὅ бывший прежде человеком Heracl. ap. Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρόβροτος — former mortal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόβροτος — ό, Α άνθρωπος που προϋπήρξε. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βροτός «θνητός»] … Dictionary of Greek
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek